Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

το ανέκδοτο της ημέρας

αν και πλέον δεν ξέρω αν θα έπρεπε μ' αυτά να γελάω ή να εξοργίζομαι.

άρθρο της εφημερίδας "Τα Νέα" υπό τον γενικό (και παραπλανητικό, όπως αποδεικνύεται από την ανάγνωσή του) τίτλο "Μειώθηκε 4.000 ευρώ το ετήσιο κόστος διαβίωσης" για να συμπληρώσει ο υπέρτιτλος "ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ":

 Η αξιοποίηση της συνταγής του ΟΟΣΑ, σε ό,τι αφορά τον τομέα αποκλιμάκωσης των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών, είχε ήδη ξεκινήσει από το υπουργείο Ανάπτυξης από τον περασμένο Φεβρουάριο. Η Γενική Γραμματεία Εμπορίου είχε επαφές για την εφαρμογή μηχανισμού παρακολούθησης του τρόπου διαμόρφωσης των τιμών σε βασικά καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες μέσω μιας πλατφόρμας σάρωσης όλων των κλάδων (για παράδειγμα, των τροφίμων, των μεταφορών, των υπηρεσιών υγείας, της ενέργειας κ.λπ.), με καταγραφή και ανάλυση όλων εκείνων των νόμων και ρυθμίσεων που εμποδίζουν τον ανταγωνισμό ή έχουν άμεση επίπτωση στις τιμές.
Το μοντέλο αυτό έχει ήδη εφαρμοστεί με επιτυχία στην Αυστραλία στη δεκαετία του '90 οδηγώντας - σύμφωνα με τις σχετικές έρευνες - σε μείωση κατά περίπου 4.000 ευρώ του ετήσιου κόστους διαβίωσης για τη μέση οικογένεια.
Κυβέρνηση και τρόικα ελπίζουν ότι η εφαρμογή ενός ανάλογου μοντέλου στην Ελλάδα μπορεί να φέρει ανάλογα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, στη χώρα μας το κόστος του τομέα εφοδιαστικής αλυσίδας στο σύνολο των κλάδων της αγοράς αντιπροσωπεύει, κατά μέσο όρο, 10%-15% του συνολικού κόστους του τελικού προϊόντος και είναι προφανής η ισχυρή επίδραση που έχει το κόστος αυτό στις τελικές τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές. Σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου Ανάπτυξης, στον τομέα αυτόν είναι αναγκαίος ο συντονισμός όλων των συναρμόδιων υπουργείων, ώστε να μειωθεί η επιβάρυνση στις τελικές τιμές.
 
( http://www.tanea.gr/oikonomia/article/?aid=4732303)

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Ο δυσφημισμένος λύκος

Το δάσος ήταν το σπιτικό μου. Ζούσα εκεί και νοιαζόμουν γι’ αυτό. Προσπαθούσα να το διατηρώ τακτικό και καθαρό.

Μια ηλιόλουστη μέρα, ενώ μάζευα κάτι σκουπίδια που είχε αφήσει ένας κατασκηνωτής, άκουσα βήματα.  Πήδηξα πίσω από ένα δέντρο και είδα ένα μικρό κορίτσι να έρχεται από το μονοπάτι κρατώντας ένα καλάθι. Μου φάνηκε ύποπτο, γιατί φορούσε περίεργα ρούχα, κατακόκκινα, και το κεφάλι της ήταν καλυμμένο με μια κουκούλα – πράγμα ύποπτο για την εποχή μας – σαν αν μην ήθελε να την αναγνωρίσουν. Φυσικά, τη σταμάτησα και τη ρώτησα ποια ήταν, πού πήγαινε και από πού ερχόταν. Μου είπε μια αόριστη ιστορία ότι πήγαινε φαγητό σε κάποια γιαγιά που την περίμενε.

Βασικά μου φάνηκε έντιμο άτομο αλλά βρισκόταν στο δάσος μου κι έδειχνε ύποπτη μ’ εκείνα τα ρούχα. Έτσι αποφάσισα να της δείξω πόσο προκλητικό ήταν να εισβάλει στο χώρο μου χωρίς προειδοποίηση ντυμένη περίεργα. 

Της επέτρεψα να συνεχίσει το δρόμο της κι έτρεξα αμέσως στο σπίτι της γιαγιά της. εξήγησα στη συμπαθητική γριούλα το πρόβλημά μου κι εκείνη συμφώνησε ότι η εγγονή της έπρεπε να πάρει ένα μάθημα. Έτσι, αποφασίσαμε να κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι ώσπου να τη φωνάξω.

Όταν έφτασε η Κοκκινοσκουφίτσα στο σπίτι, τη φώναξα στην κρεβατοκάμαρα όπου είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι παριστάνοντας τη γιαγιά. το κορίτσι ήρθε, με αναψοκοκκινισμένα τα μάγουλά της και με πρόσβαλε λέγοντας κάτι άσχημο για τα μεγάλα μου αυτιά. Επειδή με είχαν προσβάλει κι άλλοτε, προσπάθησα να βρω κάτι θετικό. Είπα, λοιπόν, ότι μπορεί να είναι μεγάλα τα αυτιά μου αλλά έτσι μπορώ να την ακούω καλύτερα. Ήθελα να δείξω ότι τη συμπαθούσα και ότι πρόσεχα αυτά που έλεγε.

Εκείνη όμως συνέχισε να με προσβάλλει αυτή τη φορά για τα γουρλωτά μου μάτια. Καταλαβαίνετε πώς άρχισα να αισθάνομαι γι’ αυτό το κορίτσι που κάτω από το ευγενικό προσωπείο ήταν τόσο κακοήθες. Παρ’ όλ’ αυτά, της είπα ότι τα γουρλωτά μου μάτια με βοηθούσαν να τη βλέπω καλύτερα.

Η επόμενη προσβολή, όμως, με νευρίασε πάρα πολύ. Είπε ότι τα δόντια μου είναι τεράστια. Άγγιξε το ευαίσθητο σημείο μου. Ξέρω ότι δεν έπρεπε να χάσω την ψυχραιμία  μου αλλά πήδηξα απ’ το κρεβάτι και της φώναξα πως τα μεγάλα μου δόντια τα είχα για να τη φάω πιο εύκολα.

Για να είμαστε ειλικρινής, κανένας λύκος δε θα έτρωγε ποτέ ένα κορίτσι, όλοι το ξέρουν αυτό. τότε το τρελοκόριτσο άρχισε να τρέχει γύρω-γύρω ουρλιάζοντας κι εγώ προσπαθούσα να τη φτάσω για να την ηρεμήσω. Έβγαλα και τα ρούχα της γιαγιάς αλλά αυτό φάνηκε να χειροτερεύει τα πράγματα.

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε με δυνατό κρότο κι ένας μεγαλόσωμος τύπος στεκόταν εκεί με το τσεκούρι του. τον κοίταξα και κατάλαβα ότι είχα βρει τον μπελά μου. Υπήρχε ένα ανοικτό παράθυρο πίσω μου και την κοπάνησα. 

Ποτέ κανείς δεν είχε τη δική μου πλευρά σ’ αυτήν την ιστορία. Κυκλοφόρησε μόνο η φήμη ότι ήμουν κακός και μοχθηρός. Σύντομα όλοι άρχισαν να με αποφεύγουν κι εγώ από τότε δεν περνάω καλά. Έτσι αποφάσισα να σας γράψω την ιστορία μου.


Με εκτίμηση,
ο λύκος



Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Aναπότρεπτο



Όλα δείχναν πως είχε τελειώσει η αγάπη μας.

Τα χάδια μας ξυπνούσαν τώρα πιότερο την ανάμνηση
παρά το ίδιο μας το κορμί.

Κι όμως δε θέλαμε να το
πιστέψουμε,
επιμέναμε. Σκεπάζοντας τις ρωγμές του χρόνου
με όρκους, δάκρυα, ασέλγειες, κι άλλες τέτοιες υπέροχες
και μάταιες υπερβολές.

Μα όταν εκείνο το βράδυ σηκωθήκαμε και ντυθήκαμε σιωπηλά
κι έφυγες χωρίς να σε σταματήσω ή να σε καλέσω πίσω
και το κρεβάτι έμεινε βουλιαγμένο κι αδειανό, σαν ένας τάφος
που ζητάει τον νεκρό του,
και βρέθηκες μονάχη στη μέση του δρόμου, κι εγώ
καταμόναχος στην άδεια παγωμένη κάμαρα,

έκλαψα, έκλαψα τότε ατέλειωτα,
καθώς είδα με τρόμο ξαφνικά, πόσο είχαμε σταθεί για πάντα
ξένοι.


ήρθες όταν εγώ δε σε περίμενα

Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Σαν κάθε νύχτα
Καίοντας την ανάμνηση πικρών θανάτων
Ανημποριά των γηρατειών, τρόμος της γέννησης,
Σε τρώγλες σκοτεινές, στην αγκύλη της ηδονής
Πέρα απ τους άδειους κάμπους των αποσπασμάτων
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Α πως θα ζούσες
Εσύ κι εγώ μια τέτοιαν εποχή
Σάπιο φορτίο στ' αμπάρι ενός
Μεθυσμένου καραβιού που πέθαναν όλοι
Βουλιάζοντας με χίλιες τρύπες στα κορμιά μας
Μάτια θολά που χλεύασαν το φως
Στόματα αδέσποτα στη φλούδα της ζωής
Καίοντας την ανάμνηση Νεκροί
Σε μια εποχή ανέκκλητου θανάτου
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Κι ούτε ένα νεύμα
Μια λέξη, όπως η σφαίρα στο στίγμα του λαιμού
Ούτε μι' ανθρώπινη φωνή γιατί δεν είχε
Ακόμα γεννηθεί καμιά φωνή
Δεν είχε γεννηθεί τ' άγριο ποτάμι
Που ρέει στις άκρες των δακτύλων και σωπαίνει.

Ανάμνηση ζωής πότε ν' αρχίζεις
Αδίστακτος και πράος να βγάζω λόγους
Να εκφωνώ στα κενοτάφια τους θρήνους
Φθαρμένους στων φθόγγων την πολυκαιρία
Και να κλειδώνεις τις μικρές μικρές χαρές
Όχι πατώντας στους νεκρούς σου πάνω στίχους
Γιατί αν είναι κόκκαλα, έρωτες ή χαμόσπιτα
Με την κουβέρτα στην ξώπορτα χωρίζοντας τον κόσμο
Στα δυο, κρύβοντας τον σπασμό και την απόγνωση
Κι έξω να ψάλλουν οι περαστικοί στο πείσμα των πιστών
Στο πείσμα του άρρωστου παιδιού και του χειμώνα
Α πως θα ζούσες μια εποχή. Κι αυτός αδίσταχτος,
Ο χρόνος, θρυμματίζοντας τη σκέψη
Τα στέρεα σχέδια και τις βίαιες αποφάσεις
Τα αιωρούμενα γιατί, τα υγρά χαμόγελα
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Μη με γελάσεις
Αυτά δεν είναι τα κατώφλια που έχω σκύψει
Αυτές οι κρύπτες που ριγούν τα τρωκτικά
Δεν έχουν τίποτε απ' τ' άρωμα της λάσπης
Ούτε απ' το χάδι των νεκρών στα όνειρα μας
Γιατί έχει μείνει κάτι αν έχει μείνει
Πέρα από θάνατο, φθορά, λόγια και πράξη.
Άφθαρτο μες στην τέφρα αυτή που καίω
Σαν κάθε νύχτα την ανάμνηση θανάτων
Πικρών και ανεξήγητων θανάτων
Γράφοντας ποιήματα χωρίς ήχους και λέξεις.


Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

η παράμετρος "ορχιδέα"

περίεργο πράγμα η ζωή... εκεί που νομίζεις ότι κάτι έχει πεθάνει αυτό ξαναγεννιέται

να όπως έγινε, για παράδειγμα, με την ορχιδέα μου: είχα θυμώσει τόσο πολύ που είχε μαραθεί που δεν ήθελα να ασχοληθώ μαζί της ούτε καν για να την πετάξω. οπότε την είχα παρατήσει σε μια άκρη και όύτε καν την πότιζα. είχα εξάλλου την άλλη μου ορχιδέα να ασχολούμαι, που καταπράσινη και δροσερή απολάμβανε τη φροντίδα μου.

και χθες που μετά από καιρό αποφάσισα να την πετάξω είδα ότι έχει βγάλει ένα καινούργιο και καταπράσινο μπουμπούκι...

και η αλήθεια είναι ότι χάρηκα πάρα πολύ!

και είναι αλήθεια, επίσης, ότι μετά με έπιασε ένας φόβος μήπως τόσα άλλα πράγματα που εγώ έχω αποφασίσει να πετάξω ξαναγεννηθούν ή μήπως παραμένουν ζωντανά και αναπτύσσονται χωρίς καν εγώ να τα ποτίζω...