Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

για να είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε εκείνη τη φωνή που ακούγεται, όταν κανένας πια δεν την περιμένει



-΄Ελαβα πολλές αναφορές γι’ αυτό το θέμα. Γι’ αρκετό καιρό είχαμε την ψευδαίσθηση ότι μπορούσαμε να ελέγξουμε την κατάσταση, οι μυστικές υπηρεσίες των μεγαλύτερων δυνάμεων έβαζαν τα δυνατά τους για να χειραγωγήσουν αυτή την οργάνωση που έμοιαζε να έχει παρακλάδια παντού… Αλλά ο εγκέφαλος της συνομωσίας, ο Κολιόστρο των πλαστογραφιών, αυτός μας ξέφευγε συνεχώς… Όχι ότι μας ήταν άγνωστος: είχαμε όλα τα στοιχεία του στις καρτέλες μας, είχε εντοπιστεί από καιρό στο πρόσωπο ενός πολυπράγμονα και απατεώνα μεταφραστή˙ αλλά οι πραγματικοί λόγοι της δραστηριότητάς του παρέμεναν σκοτεινοί. Έδινε την εντύπωση ότι δεν είχε πια σχέσεις με τις διάφορες σέχτες στις οποίες είχε διασπαστεί η συνωμοσία που είχε ιδρυθεί από τον ίδιο, κι όμως επηρέαζε ακόμα έμμεσα τις σκευωρίες τους… Κι όταν κατορθώσαμε να βάλουμε χέρι πάνω του, συνειδητοποιήσαμε ότι δεν ήταν εύκολο να τον κάμψουμε και να τον παρασύρουμε με το μέρος μας… Τα κίνητρά του δεν ήταν το χρήμα ούτε η εξουσία ούτε η φιλοδοξία. Φαίνεται πως έκανε όσα έκανε για μια γυναίκα. Για να την ξανακατακτήσει, ή ίσως μονάχα για να πάρει εκδίκηση, για να κερδίσει ένα στοίχημα που είχε βάλει μαζί της. Άρα έπρεπε να καταλάβουμε εκείνη τη γυναίκα, αν θέλαμε να παρακολουθήσουμε τις κινήσεις του Κολιόστρο. Αλλά ποια είναι στην πραγματικότητα δεν καταφέραμε τελικά να μάθουμε. Μονάχα με την επαγωγική μέθοδο κατάφερα να μάθω αρκετά πράγματα γι’ αυτήν, πράγματα που δε θα μπορούσα να εκθέσω σε επίσημη αναφορά: οι διοικητικοί μας μηχανισμοί δεν είναι σε θέση να καταλάβουν ορισμένες λεπτές αποχρώσεις…

- Γι’ αυτήν τη γυναίκα – συνεχίζει ο Αρκάντιαν Πορφύριτς βλέποντας με πόση προσοχή ρουφάς τα λόγια του – διάβασμα σημαίνει ξεγύμνωμα από κάθε πρόθεση και κάθε προκατάληψη, για να είναι έτοιμη να δεχτεί εκείνη τη φωνή που ακούγεται, όταν κανένας πια δεν την περιμένει, μια φωνή που έρχεται ποιος ξέρει από πού, από κάποιο μέρος πέρα από το βιβλίο, πέρα από το συγγραφέα, πέρα από τις συμβάσεις της γραφής: από ό,τι δεν έχει ειπωθεί ακόμα για τον εαυτό του και δε βρίσκει τις λέξεις να το πει. Αντίθετα, αυτός ήθελε να την πείσει ότι πίσω από τη γραμμένη σελίδα δεν υπάρχει τίποτα˙ ότι ο κόσμος υπάρχει μονάχα σαν πυροτέχνημα, σαν προσποίηση, παρεξήγηση, ψευτιά. Κι αν το πρόβλημα ήταν μονάχα αυτό, εμείς θα μπορούσαμε, ίσως, να του δώσουμε τα μέσα να αποδείξει αυτό που ήθελε˙ λέω εμείς κι εννοώ τους συναδέλφους από διάφορες χώρες και διάφορα καθεστώτα, αφού ήμαστε πολλοί αυτοί που θέλαμε να του προσφέρουμε τη συνεργασία μας. Κι εκείνος δεν την αρνιόταν, το αντίθετο… Αλλά δεν κατορθώναμε να καταλάβουμε αν τελικά θα ήταν εκείνος που θα έπαιζε το δικό μας παιχνίδι ή αν ήμαστε εμείς αυτοί που θα λειτουργούσαμε σαν απλά πιόνια στο δικό του παιχνίδι… Κι αν είχαμε να κάνουμε απλά με έναν τρελό; Μονάχα εγώ μπορούσα να ξεδιαλύνω το μυστικό του: έβαλα πράκτορές μας να τον πιάσουν, να τον φέρουν εδώ, να τον κρατήσουν για μια βδομάδα στην απομόνωση˙ ύστερα τον ανέκρινα εγώ ο ίδιος. Όχι, η δική του δεν ήταν τρέλα˙ ήταν μονάχα απελπισία˙ το στοίχημα με τη γυναίκα είχε τελειώσει από καιρό˙ ήταν εκείνη η νικήτρια, ήταν η πάντα ακόρεστη και ανικανοποίητη ανάγνωσή της αυτή που κατόρθωνε να ανακαλύπτει κρυμμένες αλήθειες ακόμα και στο πιο ξεδιάντροπο ψέμα και απροσχημάτιστα ψέματα στις κουβέντες που ισχυρίζονται πως λένε μονάχα την αλήθεια. Τι απόμενε, λοιπόν, στον ουτοπιστή μας; Για να μην κόψει το νήμα που τον έδενε ακόμα μαζί της, συνέχιζε να σπείρει τη σύγχυση στον κόσμο, ανακατεύοντας τους τίτλους, τα ονόματα των συγγραφέων, τα ψευδώνυμα, τις γλώσσες, τις μεταφράσεις, τις εκδόσεις, τα εξώφυλλα, τις προμετωπίδες, τα κεφάλαια, τους προλόγους, τους επιλόγους, ώστε εκείνη να είναι αναγκασμένη ν’ αναγνωρίζει παντού τα σημάδια της παρουσίας του, εκείνον το χαιρετισμό που δεν είχε πια καμιά ελπίδα να βρει ανταπόκριση. «Κατάλαβα τα όριά μου – μου είπε. Στη διάρκεια μιας ανάγνωσης συμβαίνει κάτι που δεν μπορώ να ελέγξω». Θα μπορούσα να του πω ότι αυτό είναι το όριο που ούτε μια πανταχού παρούσα αστυνομία δεν μπορεί να ξεπεράσει. Μπορούμε ν’ απαγορέψουμε το διάβασμα: αλλά στο διάταγμα που θα απαγορεύει την ανάγνωση, κάποιος θα διαβάσει κάτι για εκείνη την αλήθεια που εμείς θα θέλαμε να μη διαβαστεί ποτέ…

[…]

- Πρέπει να υπάρχει πάντα κάτι που να μας ξεφεύγει… Γιατί η εξουσία πρέπει να έχει ένα αντικείμενο πάνω το οποίο θα εξασκείται, ένα χώρο όπου θα μπορεί να απλώνει τα χέρια της… Όσο θα ξέρω ότι στον κόσμο υπάρχει κάποιος που κάνει ταχυδακτυλουργίες μόνο και μόνο από έρωτα για το παιχνίδι, όσο θα ξέρω πως υπάρχει μια γυναίκα που αγαπάει το διάβασμα για το διάβασμα, μπορώ να είμαι σίγουρος ότι ο κόσμος συνεχίζει να υπάρχει… Κι έτσι, κάθε βράδυ, μπορώ να παραδίνομαι στο διάβασμα, όπως εκείνη η μακρινή και άγνωστη αναγνώστρια.

 


Ίταλο Καλβίνο, Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης…

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Κανείς δεν χόρτασε με λύπες και έζησε με πόνο.


Όταν έκλεισε τη πόρτα του σπιτιού του ήξερε πως έπαιρνε και όλο το φως μαζί της. Έμεινε μόνος, ακίνητος... για ώρες ... περίμενε...! Στην αναμονή αυτή, έκανε κάτι ασυνήθιστο για εκείνον... άρχιζε να διαβάζει το αγαπημένο της βιβλίο! Το είχε αφήσει φεύγοντας, όταν ήταν μπροστά του και του φώναζε...! Προσπάθησε να τη βρει μέσα στις φράσεις... Υπήρχαν επίθετα που ζωγράφιζαν το πρόσωπό της, τις κινήσεις της, και όσο το διάβαζε τόσο καταλάβαινε την ψυχή της. «...μισή πραγματικότητα μισή μυθιστόρημα – σα γοργόνα.» 

Πέρναγε ο καιρός, οι μέρες γίνονταν σκοτάδι. Απόκτησε μια καινούρια τάση να κάθεται σε εμβρυακή στάση λες και όλο του το σώμα πονούσε. Τυλιγόταν και κρυβόταν από όλες τι σκιές που του κατασπάραζαν το κορμί! Έκλεινε μάτια και αφτιά για να μην ακούει όλους τους ψιθύρους που τρέλαιναν τον εγκέφαλό του! 

Αναμονή.... Μόνο εκείνη ανακούφιζε όλες τις φοβίες του. «Είχε τη δύναμη μιας βαθειάς Άνοιξης που προχωράει». Ένα και μόνο χάδι της μπορούσε να φέρει τη κάθαρση! Προς το παρόν είχε μόνο το βιβλίο της. Το διάβαζε συνεχώς μέχρι να φτάσει στην αφιέρωση της, στη τελευταία σελίδα. Είχε γράψει τους στίχους από το αγαπημένο της τραγούδι... του είχε πει, όταν το πρωτάκουσε, ότι ήταν σαν μαχαίρι που την κάρφωνε... όλα τα λόγια, της θύμιζαν εκείνον... όλος ο πόνος που δε μπορούσε να εκφράσει έβγαινε μέσα από το τραγούδι. 

Συνήθιζε να του λέει «Να μαζεύεις μνήμες, χαμόγελα, χάδια, για φυλαχτό, όταν σε τυλίγουν οι σκιές» και εκείνος πάντα της έλεγε με παρακλητικό ύφος «Να αγαπάς τα σκοτάδια μου» φράση που έκρυβε μια υποτακτική : Αγάπησε τη μαυρίλα μου! Μη μ' αφήσεις ποτέ! Πρέπει να αγαπήσεις όλο το κλειδωμένο μου φως. Αν το κάνεις σου υπόσχομαι να σου χαρίσω τη πρώτη αχτίδα που θα βγει από τη καρδιά μου. Θα είναι ολοκληρωτικά δικιά σου! 

«Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα πως ήμουν ένα σπίτι γεμάτο σκοτάδι.» Χθες όπως και όλα τα βράδια από τότε που είναι μόνος, αναζητούσε τη φωνή της... Πέρναγαν οι μέρες και αντιλαμβανόταν πως η μοναξιά που βιώνει ο κάθε άνθρωπος καθορίζει τον πόνο που θα χαράξει στη ψυχή του. Και η αντοχή του καθενός στον πόνο καθορίζει πόσο βαθειά θα είναι η πληγή που θα ανοίξει στο ασυνείδητο του. 

Αυτό το δαιμόνιο που τον κυρίευε, έκανε τα πάντα για να σπιλώσει κάθε αγνό κομμάτι της ψυχής του , σαμποτάριζε οποιαδήποτε κίνηση για καθαρότητα.. τον ήθελε να πνίγεται σε βάλτους και να παίρνει και εκείνη μαζί του. Σαν το ατέλειωτο πάζλ, που του δώρισαν κάποτε, έλειπε ένα κομμάτι.. Κομμάτι τόσο διαφορετικό από εκείνον, αλλά φάνταζε το μόνο κομμάτι που μπορούσε να ταιριάξει στο σώμα του, στην ψυχή και στα τραύματα της. 

Χρειάστηκε πολύ χρόνο, για να καταλάβει πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος, η ζωή. Ότι κάθε λεπτό που περνάει, ποτέ δεν θα γυρίσει, ποτέ δεν θα στο δώσουν πίσω, όσα και να προσφέρεις. Άργησε πολύ να καταλάβει πως όλο αυτό τον καιρό πάλευε για κάτι αδύνατο. Κανείς δεν πήρε ποτέ τον χρόνο του πίσω. Κανείς δεν χόρτασε με λύπες και έζησε με πόνο. 

(αναδημοσίευση από εδώ)

ως έπαιρνε και όλο το φως μαζί της. Έμεινε μόνος, ακίνητος... για ώρες ... περίμενε...! Στην αναμονή αυτή, έκανε κάτι ασυνήθιστο για εκείνον... άρχιζε να διαβάζει το αγαπημένο της βιβλίο! Το είχε αφήσει φεύγοντας, όταν ήταν μπροστά του και του φώναζε...! Προσπάθησε να τη βρει μέσα στις φράσεις... Υπήρχαν επίθετα που ζωγράφιζαν το πρόσωπό της, τις κινήσεις της, και όσο το διάβαζε τόσο καταλάβαινε τη ψυχή της. «...μισή πραγματικότητα μισή μυθιστόρημα – σα γοργόνα.» Πηγή: www.lifo.gr
Όταν έκλεισε τη πόρτα του σπιτιού του ήξερε πως έπαιρνε και όλο το φως μαζί της. Έμεινε μόνος, ακίνητος... για ώρες ... περίμενε...! Στην αναμονή αυτή, έκανε κάτι ασυνήθιστο για εκείνον... άρχιζε να διαβάζει το αγαπημένο της βιβλίο! Το είχε αφήσει φεύγοντας, όταν ήταν μπροστά του και του φώναζε...! Προσπάθησε να τη βρει μέσα στις φράσεις... Υπήρχαν επίθετα που ζωγράφιζαν το πρόσωπό της, τις κινήσεις της, και όσο το διάβαζε τόσο καταλάβαινε τη ψυχή της. «...μισή πραγματικότητα μισή μυθιστόρημα – σα γοργόνα.» Πέρναγε ο καιρός, οι μέρες γίνονταν σκοτάδι. Απόκτησε μια καινούρια τάση να κάθεται σε εμβρυακή στάση λες και όλο του το σώμα πονούσε. Τυλιγόταν και κρυβόταν από όλες τι σκιές που του κατασπάραζαν το κορμί! Έκλεινε μάτια και αφτιά για να μην ακούει όλους τους ψιθύρους που τρέλαιναν τον εγκέφαλό του! Αναμονή.... Μόνο εκείνη ανακούφιζε όλες τις φοβίες του. «Είχε τη δύναμη μιας βαθειάς Άνοιξης που προχωράει». Ένα και μόνο χάδι της μπορούσε να φέρει τη κάθαρση! Προς το παρών είχε μόνο το βιβλίο της. Το διάβαζε συνεχώς μέχρι να φτάσει στην αφιέρωση της, στη τελευταία σελίδα. Είχε γράψει τους στίχους από το αγαπημένο της τραγούδι... του είχε πει, όταν το πρωτάκουσε, ότι ήταν σαν μαχαίρι που την κάρφωνε... όλα τα λόγια, της θύμιζαν εκείνον... όλος ο πόνος που δε μπορούσε να εκφράσει έβγαινε μέσα από το τραγούδι. Συνήθιζε να του λέει «Να μαζεύεις μνήμες, χαμόγελα, χάδια, για φυλαχτό, όταν σε τυλίγουν οι σκιές» και εκείνος πάντα της έλεγε με παρακλητικό ύφος «Να αγαπάς τα σκοτάδια μου» φράση που έκρυβε μια υποτακτική : Αγάπησε τη μαυρίλα μου! Μη μ' αφήσεις ποτέ! Πρέπει να αγαπήσεις όλο το κλειδωμένο μου φως. Αν το κάνεις σου υπόσχομαι να σου χαρίσω τη πρώτη αχτίδα που θα βγει από τη καρδιά μου. Θα είναι ολοκληρωτικά δικιά σου! «Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα πως ήμουν ένα σπίτι γεμάτο σκοτάδι.» Χθες όπως και όλα τα βράδια από τότε που είναι μόνος, αναζητούσε τη φωνή της... Πέρναγαν οι μέρες και αντιλαμβανόταν πως η μοναξιά που βιώνει ο κάθε άνθρωπος καθορίζει τον πόνο που θα χαράξει στη ψυχή του. Και η αντοχή του καθενός στον πόνο καθορίζει πόσο βαθειά θα είναι η πληγή που θα ανοίξει στο ασυνείδητο του. Αυτό το δαιμόνιο που τον κυρίευε, έκανε τα πάντα για να σπιλώσει κάθε αγνό κομμάτι της ψυχής του , σαμποτάριζε οποιαδήποτε κίνηση για καθαρότητα.. τον ήθελε να πνίγεται σε βάλτους και να παίρνει και εκείνη μαζί του. Σαν το ατέλειωτο πάζλ, που του δώρισαν κάποτε, έλειπε ένα κομμάτι.. Κομμάτι τόσο διαφορετικό από εκείνον, αλλά φάνταζε το μόνο κομμάτι που μπορούσε να ταιριάξει στο σώμα του, στην ψυχή και στα τραύματα της. Χρειάστηκε πολύ χρόνο, για να καταλάβει πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος, η ζωή. Ότι κάθε λεπτό που περνάει, ποτέ δεν θα γυρίσει, ποτέ δεν θα στο δώσουν πίσω, όσα και να προσφέρεις. Άργησε πολύ να καταλάβει πως όλο αυτό τον καιρό πάλευε για κάτι αδύνατο. Κανείς δεν πήρε ποτέ τον χρόνο του πίσω. Κανείς δεν χόρτασε με λύπες και έζησε με πόνο. Πηγή: www.lifo.gr
αν έκλεισε τη πόρτα του σπιτιού του ήξερε πως έπαιρνε και όλο το φως μαζί της. Έμεινε μόνος, ακίνητος... για ώρες ... περίμενε...! Στην αναμονή αυτή, έκανε κάτι ασυνήθιστο για εκείνον... άρχιζε να διαβάζει το αγαπημένο της βιβλίο! Το είχε αφήσει φεύγοντας, όταν ήταν μπροστά του και του φώναζε...! Προσπάθησε να τη βρει μέσα στις φράσεις... Υπήρχαν επίθετα που ζωγράφιζαν το πρόσωπό της, τις κινήσεις της, και όσο το διάβαζε τόσο καταλάβαινε τη ψυχή της. «...μισή πραγματικότητα μισή μυθιστόρημα – σα γοργόνα.» Πηγή: www.lifo.gr
Αυτό το δαιμόνιο που τον κυρίευε, έκανε τα πάντα για να σπιλώσει κάθε αγνό κομμάτι της ψυχής του , σαμποτάριζε οποιαδήποτε κίνηση για καθαρότητα.. τον ήθελε να πνίγεται σε βάλτους και να παίρνει και εκείνη μαζί του. Σαν το ατέλειωτο πάζλ, που του δώρισαν κάποτε, έλειπε ένα κομμάτι.. Κομμάτι τόσο διαφορετικό από εκείνον, αλλά φάνταζε το μόνο κομμάτι που μπορούσε να ταιριάξει στο σώμα του, στην ψυχή και στα τραύματα της. Χρειάστηκε πολύ χρόνο, για να καταλάβει πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος, η ζωή. Ότι κάθε λεπτό που περνάει, ποτέ δεν θα γυρίσει, ποτέ δεν θα στο δώσουν πίσω, όσα και να προσφέρεις. Άργησε πολύ να καταλάβει πως όλο αυτό τον καιρό πάλευε για κάτι αδύνατο. Κανείς δεν πήρε ποτέ τον χρόνο του πίσω. Κανείς δεν χόρτασε με λύπες και έζησε με πόνο. Πηγή: www.lifo.gr
Αυτό το δαιμόνιο που τον κυρίευε, έκανε τα πάντα για να σπιλώσει κάθε αγνό κομμάτι της ψυχής του , σαμποτάριζε οποιαδήποτε κίνηση για καθαρότητα.. τον ήθελε να πνίγεται σε βάλτους και να παίρνει και εκείνη μαζί του. Σαν το ατέλειωτο πάζλ, που του δώρισαν κάποτε, έλειπε ένα κομμάτι.. Κομμάτι τόσο διαφορετικό από εκείνον, αλλά φάνταζε το μόνο κομμάτι που μπορούσε να ταιριάξει στο σώμα του, στην ψυχή και στα τραύματα της. Χρειάστηκε πολύ χρόνο, για να καταλάβει πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος, η ζωή. Ότι κάθε λεπτό που περνάει, ποτέ δεν θα γυρίσει, ποτέ δεν θα στο δώσουν πίσω, όσα και να προσφέρεις. Άργησε πολύ να καταλάβει πως όλο αυτό τον καιρό πάλευε για κάτι αδύνατο. Κανείς δεν πήρε ποτέ τον χρόνο του πίσω. Κανείς δεν χόρτασε με λύπες και έζησε με πόνο. Πηγή: www.lifo.gr
Όταν έκλεισε τη πόρτα του σπιτιού του ήξερε πως έπαιρνε και όλο το φως μαζί της. Έμεινε μόνος, ακίνητος... για ώρες ... περίμενε...! Στην αναμονή αυτή, έκανε κάτι ασυνήθιστο για εκείνον... άρχιζε να διαβάζει το αγαπημένο της βιβλίο! Το είχε αφήσει φεύγοντας, όταν ήταν μπροστά του και του φώναζε...! Προσπάθησε να τη βρει μέσα στις φράσεις... Υπήρχαν επίθετα που ζωγράφιζαν το πρόσωπό της, τις κινήσεις της, και όσο το διάβαζε τόσο καταλάβαινε τη ψυχή της. «...μισή πραγματικότητα μισή μυθιστόρημα – σα γοργόνα.» Πέρναγε ο καιρός, οι μέρες γίνονταν σκοτάδι. Απόκτησε μια καινούρια τάση να κάθεται σε εμβρυακή στάση λες και όλο του το σώμα πονούσε. Τυλιγόταν και κρυβόταν από όλες τι σκιές που του κατασπάραζαν το κορμί! Έκλεινε μάτια και αφτιά για να μην ακούει όλους τους ψιθύρους που τρέλαιναν τον εγκέφαλό του! Αναμονή.... Μόνο εκείνη ανακούφιζε όλες τις φοβίες του. «Είχε τη δύναμη μιας βαθειάς Άνοιξης που προχωράει». Ένα και μόνο χάδι της μπορούσε να φέρει τη κάθαρση! Προς το παρών είχε μόνο το βιβλίο της. Το διάβαζε συνεχώς μέχρι να φτάσει στην αφιέρωση της, στη τελευταία σελίδα. Είχε γράψει τους στίχους από το αγαπημένο της τραγούδι... του είχε πει, όταν το πρωτάκουσε, ότι ήταν σαν μαχαίρι που την κάρφωνε... όλα τα λόγια, της θύμιζαν εκείνον... όλος ο πόνος που δε μπορούσε να εκφράσει έβγαινε μέσα από το τραγούδι. Συνήθιζε να του λέει «Να μαζεύεις μνήμες, χαμόγελα, χάδια, για φυλαχτό, όταν σε τυλίγουν οι σκιές» και εκείνος πάντα της έλεγε με παρακλητικό ύφος «Να αγαπάς τα σκοτάδια μου» φράση που έκρυβε μια υποτακτική : Αγάπησε τη μαυρίλα μου! Μη μ' αφήσεις ποτέ! Πρέπει να αγαπήσεις όλο το κλειδωμένο μου φως. Αν το κάνεις σου υπόσχομαι να σου χαρίσω τη πρώτη αχτίδα που θα βγει από τη καρδιά μου. Θα είναι ολοκληρωτικά δικιά σου! «Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα πως ήμουν ένα σπίτι γεμάτο σκοτάδι.» Χθες όπως και όλα τα βράδια από τότε που είναι μόνος, αναζητούσε τη φωνή της... Πέρναγαν οι μέρες και αντιλαμβανόταν πως η μοναξιά που βιώνει ο κάθε άνθρωπος καθορίζει τον πόνο που θα χαράξει στη ψυχή του. Και η αντοχή του καθενός στον πόνο καθορίζει πόσο βαθειά θα είναι η πληγή που θα ανοίξει στο ασυνείδητο του. Αυτό το δαιμόνιο που τον κυρίευε, έκανε τα πάντα για να σπιλώσει κάθε αγνό κομμάτι της ψυχής του , σαμποτάριζε οποιαδήποτε κίνηση για καθαρότητα.. τον ήθελε να πνίγεται σε βάλτους και να παίρνει και εκείνη μαζί του. Σαν το ατέλειωτο πάζλ, που του δώρισαν κάποτε, έλειπε ένα κομμάτι.. Κομμάτι τόσο διαφορετικό από εκείνον, αλλά φάνταζε το μόνο κομμάτι που μπορούσε να ταιριάξει στο σώμα του, στην ψυχή και στα τραύματα της. Χρειάστηκε πολύ χρόνο, για να καταλάβει πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος, η ζωή. Ότι κάθε λεπτό που περνάει, ποτέ δεν θα γυρίσει, ποτέ δεν θα στο δώσουν πίσω, όσα και να προσφέρεις. Άργησε πολύ να καταλάβει πως όλο αυτό τον καιρό πάλευε για κάτι αδύνατο. Κανείς δεν πήρε ποτέ τον χρόνο του πίσω. Κανείς δεν χόρτασε με λύπες και έζησε με πόνο. Πηγή: www.lifo.gr
Όταν έκλεισε τη πόρτα του σπιτιού του ήξερε πως έπαιρνε και όλο το φως μαζί της. Έμεινε μόνος, ακίνητος... για ώρες ... περίμενε...! Στην αναμονή αυτή, έκανε κάτι ασυνήθιστο για εκείνον... άρχιζε να διαβάζει το αγαπημένο της βιβλίο! Το είχε αφήσει φεύγοντας, όταν ήταν μπροστά του και του φώναζε...! Προσπάθησε να τη βρει μέσα στις φράσεις... Υπήρχαν επίθετα που ζωγράφιζαν το πρόσωπό της, τις κινήσεις της, και όσο το διάβαζε τόσο καταλάβαινε τη ψυχή της. «...μισή πραγματικότητα μισή μυθιστόρημα – σα γοργόνα.» Πέρναγε ο καιρός, οι μέρες γίνονταν σκοτάδι. Απόκτησε μια καινούρια τάση να κάθεται σε εμβρυακή στάση λες και όλο του το σώμα πονούσε. Τυλιγόταν και κρυβόταν από όλες τι σκιές που του κατασπάραζαν το κορμί! Έκλεινε μάτια και αφτιά για να μην ακούει όλους τους ψιθύρους που τρέλαιναν τον εγκέφαλό του! Αναμονή.... Μόνο εκείνη ανακούφιζε όλες τις φοβίες του. «Είχε τη δύναμη μιας βαθειάς Άνοιξης που προχωράει». Ένα και μόνο χάδι της μπορούσε να φέρει τη κάθαρση! Προς το παρών είχε μόνο το βιβλίο της. Το διάβαζε συνεχώς μέχρι να φτάσει στην αφιέρωση της, στη τελευταία σελίδα. Είχε γράψει τους στίχους από το αγαπημένο της τραγούδι... του είχε πει, όταν το πρωτάκουσε, ότι ήταν σαν μαχαίρι που την κάρφωνε... όλα τα λόγια, της θύμιζαν εκείνον... όλος ο πόνος που δε μπορούσε να εκφράσει έβγαινε μέσα από το τραγούδι. Συνήθιζε να του λέει «Να μαζεύεις μνήμες, χαμόγελα, χάδια, για φυλαχτό, όταν σε τυλίγουν οι σκιές» και εκείνος πάντα της έλεγε με παρακλητικό ύφος «Να αγαπάς τα σκοτάδια μου» φράση που έκρυβε μια υποτακτική : Αγάπησε τη μαυρίλα μου! Μη μ' αφήσεις ποτέ! Πρέπει να αγαπήσεις όλο το κλειδωμένο μου φως. Αν το κάνεις σου υπόσχομαι να σου χαρίσω τη πρώτη αχτίδα που θα βγει από τη καρδιά μου. Θα είναι ολοκληρωτικά δικιά σου! «Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα πως ήμουν ένα σπίτι γεμάτο σκοτάδι.» Χθες όπως και όλα τα βράδια από τότε που είναι μόνος, αναζητούσε τη φωνή της... Πέρναγαν οι μέρες και αντιλαμβανόταν πως η μοναξιά που βιώνει ο κάθε άνθρωπος καθορίζει τον πόνο που θα χαράξει στη ψυχή του. Και η αντοχή του καθενός στον πόνο καθορίζει πόσο βαθειά θα είναι η πληγή που θα ανοίξει στο ασυνείδητο του. Αυτό το δαιμόνιο που τον κυρίευε, έκανε τα πάντα για να σπιλώσει κάθε αγνό κομμάτι της ψυχής του , σαμποτάριζε οποιαδήποτε κίνηση για καθαρότητα.. τον ήθελε να πνίγεται σε βάλτους και να παίρνει και εκείνη μαζί του. Σαν το ατέλειωτο πάζλ, που του δώρισαν κάποτε, έλειπε ένα κομμάτι.. Κομμάτι τόσο διαφορετικό από εκείνον, αλλά φάνταζε το μόνο κομμάτι που μπορούσε να ταιριάξει στο σώμα του, στην ψυχή και στα τραύματα της. Χρειάστηκε πολύ χρόνο, για να καταλάβει πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος, η ζωή. Ότι κάθε λεπτό που περνάει, ποτέ δεν θα γυρίσει, ποτέ δεν θα στο δώσουν πίσω, όσα και να προσφέρεις. Άργησε πολύ να καταλάβει πως όλο αυτό τον καιρό πάλευε για κάτι αδύνατο. Κανείς δεν πήρε ποτέ τον χρόνο του πίσω. Κανείς δεν χόρτασε με λύπες και έζησε με πόνο. Πηγή: www.lifo.gr
Όταν έκλεισε τη πόρτα του σπιτιού του ήξερε πως έπαιρνε και όλο το φως μαζί της. Έμεινε μόνος, ακίνητος... για ώρες ... περίμενε...! Στην αναμονή αυτή, έκανε κάτι ασυνήθιστο για εκείνον... άρχιζε να διαβάζει το αγαπημένο της βιβλίο! Το είχε αφήσει φεύγοντας, όταν ήταν μπροστά του και του φώναζε...! Προσπάθησε να τη βρει μέσα στις φράσεις... Υπήρχαν επίθετα που ζωγράφιζαν το πρόσωπό της, τις κινήσεις της, και όσο το διάβαζε τόσο καταλάβαινε τη ψυχή της. «...μισή πραγματικότητα μισή μυθιστόρημα – σα γοργόνα.» Πέρναγε ο καιρός, οι μέρες γίνονταν σκοτάδι. Απόκτησε μια καινούρια τάση να κάθεται σε εμβρυακή στάση λες και όλο του το σώμα πονούσε. Τυλιγόταν και κρυβόταν από όλες τι σκιές που του κατασπάραζαν το κορμί! Έκλεινε μάτια και αφτιά για να μην ακούει όλους τους ψιθύρους που τρέλαιναν τον εγκέφαλό του! Αναμονή.... Μόνο εκείνη ανακούφιζε όλες τις φοβίες του. «Είχε τη δύναμη μιας βαθειάς Άνοιξης που προχωράει». Ένα και μόνο χάδι της μπορούσε να φέρει τη κάθαρση! Προς το παρών είχε μόνο το βιβλίο της. Το διάβαζε συνεχώς μέχρι να φτάσει στην αφιέρωση της, στη τελευταία σελίδα. Είχε γράψει τους στίχους από το αγαπημένο της τραγούδι... του είχε πει, όταν το πρωτάκουσε, ότι ήταν σαν μαχαίρι που την κάρφωνε... όλα τα λόγια, της θύμιζαν εκείνον... όλος ο πόνος που δε μπορούσε να εκφράσει έβγαινε μέσα από το τραγούδι. Συνήθιζε να του λέει «Να μαζεύεις μνήμες, χαμόγελα, χάδια, για φυλαχτό, όταν σε τυλίγουν οι σκιές» και εκείνος πάντα της έλεγε με παρακλητικό ύφος «Να αγαπάς τα σκοτάδια μου» φράση που έκρυβε μια υποτακτική : Αγάπησε τη μαυρίλα μου! Μη μ' αφήσεις ποτέ! Πρέπει να αγαπήσεις όλο το κλειδωμένο μου φως. Αν το κάνεις σου υπόσχομαι να σου χαρίσω τη πρώτη αχτίδα που θα βγει από τη καρδιά μου. Θα είναι ολοκληρωτικά δικιά σου! «Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα πως ήμουν ένα σπίτι γεμάτο σκοτάδι.» Χθες όπως και όλα τα βράδια από τότε που είναι μόνος, αναζητούσε τη φωνή της... Πέρναγαν οι μέρες και αντιλαμβανόταν πως η μοναξιά που βιώνει ο κάθε άνθρωπος καθορίζει τον πόνο που θα χαράξει στη ψυχή του. Και η αντοχή του καθενός στον πόνο καθορίζει πόσο βαθειά θα είναι η πληγή που θα ανοίξει στο ασυνείδητο του. Αυτό το δαιμόνιο που τον κυρίευε, έκανε τα πάντα για να σπιλώσει κάθε αγνό κομμάτι της ψυχής του , σαμποτάριζε οποιαδήποτε κίνηση για καθαρότητα.. τον ήθελε να πνίγεται σε βάλτους και να παίρνει και εκείνη μαζί του. Σαν το ατέλειωτο πάζλ, που του δώρισαν κάποτε, έλειπε ένα κομμάτι.. Κομμάτι τόσο διαφορετικό από εκείνον, αλλά φάνταζε το μόνο κομμάτι που μπορούσε να ταιριάξει στο σώμα του, στην ψυχή και στα τραύματα της. Χρειάστηκε πολύ χρόνο, για να καταλάβει πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος, η ζωή. Ότι κάθε λεπτό που περνάει, ποτέ δεν θα γυρίσει, ποτέ δεν θα στο δώσουν πίσω, όσα και να προσφέρεις. Άργησε πολύ να καταλάβει πως όλο αυτό τον καιρό πάλευε για κάτι αδύνατο. Κανείς δεν πήρε ποτέ τον χρόνο του πίσω. Κανείς δεν χόρτασε με λύπες και έζησε με πόνο. Πηγή: www.lifo.gr