Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

περί θάλασσας ο λόγος

μου έστειλε ένας φίλος με email αυτό εδώ και με αφορμή αυτό θυμήθηκα διάφορα για τη θάλασσα. αλλά ας ξεκινήσουμε από αυτό που μου έστειλε ο φίλος:

ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ

Ι

Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ' όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.

Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά. Άστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της.

Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.

Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Άνθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Άγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες.

Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ' άλλα -- ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος -- ένα τεράστιο μαύρο παραπέτασμα.


ΙΙ

Έζησε κανείς θλιβερά πράγματα. (Σπίτια μαύρα, κλειστά. Αναιμικά, εξόριστα δέντρα του δρόμου. Η «μαντάμα» μετράει απογοητευμένη τις μάρκες της. Στην πλατεία οι λούστροι, κουρασμένοι να κάθονται, σηκώνονται και παίζουν μεταξύ τους. Ο νέος νομάρχης, με μονόκλ, επροσφώνησε τους υπαλλήλους. Δίπλα εξύπνησαν για να πάρουν το τρένο. Ποτά ανδρών 10 δρ., ποτά γυναικών 32,50 δρ.) Στον άνεμο ανοίγει ένα παράθυρο, κ' έρχεται μπροστά μας. Όλα ξεχνιούνται. Είναι εκεί, άσπιλη, απέραντη, αιώνια. Με το πλατύ της γέλιο σκεπάζει την ασχήμια της. Με τη βαθύτητά της μυκτηρίζει. Η ψυχή του εμπόρου πεθαμένη και περπατεί. Η ψυχή της κοσμικής κυρίας φορεί τα πατίνια της. η ψυχή του ανθρώπου λούζεται στην αγνότητα της θαλάσσης. Βρίσκει η νοσταλγία μας διέξοδο και ο πόνος μας την έκφρασή του.


(από εδώ: http://thematakaialla.blogspot.com/2012/05/blog-post_14.html )


θυμήθηκα, λοιπόν, που καιρό πριν είχα διαβάσει αυτό εδώ και το είχα βρει (και συνεχίζω να το βρίσκω και τώρα) πολύ ενδιαφέρον και πολύ μου αρέσει:

Ρώτησαν τι προτιμάς
Τη σκόνη ή τη λάσπη
Κι απάντησα
Τη θάλασσα
Γιατί η σκόνη
Με λίγο νερό
Λάσπη γίνεται
Όμως η θάλασσα
Όλα τα σβήνει
Όλα τα ξεπλένει
Τους βράχους τρώει
Και παρασέρνει
Ό,τι βρει στο διάβα της
Αναγεννημένος
Όποιος στη θάλασσα
Ξεπλυθεί
Από σκόνες και λάσπες
Θα βαδίσει ξανά
Προς τον ήλιο.

(από εδώ: http://thiath.blogspot.com/2012/01/blog-post_26.html#comment-form )

αλλά, αφού τα ξαναδιάβασα όλα αυτά, σκέφτομαι ότι ίσως για μένα η θάλασσα να είναι αυτό εδώ:




υ.γ. και μία υπενθύμιση ως υστερόγραφο: το "κι είμαι η θάλασσα" του προφίλ προέρχεται από αυτή εδώ την τρομερή δημιουργία:







2 σχόλια:

  1. παρακαλώ!

    είναι αυτή η μοναδική ικανότητα της θάλασσας να ξεπλένει τα πάντα που την κάνει τόσο μαγευτική

    ΑπάντησηΔιαγραφή