Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

εφευρίσκοντας καινούργιες χρήσεις για τους φανοστάτες


«Ο διοικητής της ΤτΕ τονίζει ότι η Ελλάδα έχει αναλάβει επώδυνες προσαρμογές και έκανε πρόοδο για την επίλυση των προβλημάτων της, αλλά χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να επιτύχει τους επιδιωκόμενους στόχους. Η οικονομία βρίσκεται για πέμπτο έτος σε ύφεση, το ποσοστό ανεργίας διογκώνεται, τα δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα παραμένουν μεγάλα και οι Έλληνες δανειολήπτες παραμένουν αποκλεισμένοι από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.»

Από την Καθημερινή της Τρίτης 23 Ιανουαρίου

Αφού, λοιπόν, ο αξιότιμος διοικητής ΤτΕ περιγράφει την κατάσταση την οποία βιώνουμε και παραδέχεται ότι το τρέχον πρόγραμμα απέτυχε, μας λέει ότι πρέπει, μετά τη φορολογική λεηλασία που εφάρμοσαν, τώρα να προχωρήσουν και σε μειώσεις των δημόσιων δαπανών. Γνωρίζουμε ήδη από τον προϋπολογισμό ότι οι μειώσεις αυτές θα προκύψουν ενδεικτικά από τη μείωση της δαπάνης για την υγεία, από τη μείωση της δαπάνης περίθαλψης για τους ανασφάλιστους, από τη μείωση των δαπανών για τους ανέργους, τους αποκλεισμένους, από τη μείωση των δαπανών για την «παιδεία», κ.ο.κ. Φυσικά, όλα αυτά είναι σχετικά εύκολο να επιβληθούν την εποχή που η συζήτηση για την περικοπή των μισθών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα χαρακτηρίζεται ως επιμονή «σε συμβολισμούς, όπως είναι αυτός του ελάχιστου μεροκάματου ή του 13ου και 14ου μισθού» από έναν άλλο πυλώνα του εξουσιαστικού μπλοκ, τη ντόρα μπακογιάννη. Μπαίνουμε και τυπικά στην εποχή που ο καπιταλισμός δεν ενδιαφέρεται ούτε για τη στοιχειώδη και με καπιταλιστικούς όρους διασφάλιση των όρων αναπαραγωγής της κοινωνίας παρά μόνο για την διασφάλιση των όρων της δικής του αναπαραγωγής.



«That state power is legal should, above all, eliminate and negate every right to resistance as law.»

Carl Schmitt, Legality and Legitimacy

Και μήπως μπροστά στην πραγμάτωση αυτής της ρήσης δε βρισκόμαστε με τον πρόεδρο της δημοκρατίας να δηλώνει ότι με τον νέο πρωθυπουργό έπεσε ο κουρνιαχτός – σαν να ήταν η γενικευμένη εξαθλίωση μία ανησυχία, μία ενοχλητική φασαρία στα αυτιά ορισμένων - με την υπουργό παιδείας να δηλώνει αντίστοιχα ότι θα ήταν καταστροφικό να «μιλήσει ο κυρίαρχος λαός» μέσω εκλογών προδικάζοντας  τη μορφή και το περιεχόμενο της επόμενης κυβέρνησης, τη ντόρα μπακογιάννη να μας υποδεικνύει ότι το σημαντικό είναι να βγει η χώρα από την κρίση και «τότε θα είναι η ώρα που θα μιλήσει ο λαός. Αν αυτό είναι το Απρίλιο ή το Μάιο, λίγη σημασία έχει και λίγους ανθρώπους ενδιαφέρει», τους μηχανισμούς της προπαγάνδας τους να μας καλούν να επιδείξουμε υπευθυνότητα και σοβαρότητα αδιαμαρτύρητα, όλο γενικά τον πολιτικό συρφετό να εξορκίζει με κάθε τρόπο ακόμα και αυτή τη γελοιότητα των εκλογών. Προφανώς, η πιθανότητα της αντίστασης των από κάτω είναι των σχεδιασμών των από πάνω και γι’ αυτό πρέπει πάση θυσία να μείνει και εκτός της πραγματικότητάς τους. Μένει σε εμάς να τους προσφέρουμε αυτή την έκπληξη όχι γιατί είναι –αναγνωρισμένο ή μη – δικαίωμά μας αλλά γιατί για εμάς είναι όρος ύπαρξης, ζωής και ευτυχίας.

«O Carl Schmitt μας υπενθυμίζει – και η υπόμνησή του έχει το 1994 βάρος όχι μικρότερο απ’ όσο το 1922 – πως κάτω από την κρούστα κάθε «ομαλότητας», ακόμα και της «δημοκρατικής» σιγοκαίνε ή κοχλάζουν δυνάμεις στοιχειακές, που κάποτε εκρήγνυνται καταπίνοντας όσους επαίρονταν για τον «ρεαλισμό» τους˙ πως όποιος θέλει να κατανοήσει βαθύτερα τους κοινωνικούς μηχανισμούς δεν πρέπει να στέκεται στο «φυσιολογικό» αλλά να διαγνώθει σε πόση έκταση και ένταση ο κανόνας κατασκευάζεται εν όψει της εξαίρεσης, υπό το κράτος της προσδοκίας της και του φόβου της˙ και πως οι νομικές κατασκευές των φιλελεύθερων συνταγματολόγων μάταια προσπαθούν να προεκτείνουν τον κανόνα μέσα στην εξαίρεση και μαζί να θάψουν το ποιοτικό στοιχείο της κυριαρχίας κάτω από την ποσότητα της «θεσμικής ομαλότητας». Βεβαίως, τέτοιες και παρόμοιες θέσεις δεν πρωτοδιατυπώθηκαν από τον Schmitt ούτε η αποδοχή τους περιοριζόταν στους οικειότερους σ’ εκείνον κοσμοθεωρητικούς και πολιτικούς χώρους. Ήσαν π.χ. πάντοτε αυτονόητες και για τους επαναστάτες μαρξιστές – πράγμα πουσήμερα ξεχνιέται όλο και περισσότερο, καθώς τα ψοφοειδή κατάλοιπα της Αριστεράς εξωραΐζουν την πολιτική τους χρεοκοπία (και παράλληλα την κοινοβουλευτική και υπουργική θεσιθηρία των στελεχών τους) με κωμικοτραγικές εκδηλώσεις προσήλωσης προς τους «θεσμούς» και ζήλου για την «απρόσκοπτη» λειτουργία τους. Πράγματι, αφού ναυάγησε η ουτοπία της Ανατολής, η Αριστερά δείχνεται τώρα διατεθειμένη να ενστερνισθεί την ουτοπία της Δύσης, δηλ. την ουτοπία του «κράτους δικαίου» και της ευθύγραμμης οικουμενικής προόδου πάνω σε βάση πάγιας θεσμικής ομαλότητας.»

Την παραπάνω εύστοχη παρατήρηση διατυπώνει ο Παναγιώτης Κονδύλης στα επιλεγόμενα της Πολιτικής Θεολογίας του Carl Schmitt για να αποδειχθεί στις μέρες μας πιο επίκαιρη από ποτέ. Όχι μόνο γιατί πράγματι η αστική δημοκρατία χρόνια τώρα προετοιμάζεται και οχυρώνεται εν όψει της εξαίρεσης αλλά και γιατί – ακόμα χειρότερα – η αριστερά έχει παραιτηθεί κάθε επαναστατική διεργασία και ορίζοντα υποταγμένη στη θεσμολαγνεία της και υπερασπιζόμενη ένθερμα μία νομική τάξη ούτως ή άλλως επιθετική προς την κοινωνία. Σαφώς, κανείς δε διαφωνεί ότι η επιβολή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης είναι ένα σημαντικό πισωγύρισμα στην πορεία προς την ανθρώπινη χειραφέτηση, ένας αταβισμός εξόχως προβληματικός όσο κι αν η παρούσα κατάσταση ακραίας παρακμής του πολιτικού συστήματος με τα ποικίλα συμπτώματά της είναι αηδιαστική – διαφθορά, γραφειοκρατία, τοκογλυφικά κυκλώματα αποτελούμενα από κολλητούς στελεχών της διορισμένης κυβέρνησης, υπουργούς να ομολογούν δημόσια ότι δεν έχουν καν διαβάσει τα έγγραφα που έχουν υπογράψει και έχουν καθορίσει τη ζωή δύο τουλάχιστον γενεών, διορισμένη κυβέρνηση στο όριο της νομιμότητας χωρίς ορισμένη, έστω και προσχηματική, ημερομηνία εκλογών…Μία ατελείωτη παράθεση δειγμάτων της παρακμής μίας αλαζονικής και κυνικής εξουσίας που δεν αλληλεπιδρά με κανένα τρόπο και μέσω κανενός κοινωνικού συμβολαίου με την κοινωνία την οποία εξουσιάζει νομίζοντας ότι η ίδια δε θα βρεθεί ποτέ στη θέση του Λουδοβίκου ΙΣΤ και της όμορφης βασίλισσας της οποίας τα ξανθά μαλλιά έγιναν άσπρα μέσα σε μία μόλις νύχτα.

Αλλά ούτε αυτοί ούτε εμείς αμφιβάλλουμε για το ότι η ώρα πλησιάζει…

«Και τώρα που το σύννεφο είχε κατακαθίσει ξανά στον Άγιο [Αντώνιο], τον οποίο μια στιγμιαία διείσδυση ηλιόφωτου είχε απαλλάξει απ’ τη μουντή μα θεία του σκέπη, η σκοτεινιά τούτου του σύννεφου ήταν βαριά – κρύο, βρομιά, αρρώστια, αμάθεια και στέρηση ήταν οι αφεντάδες που συνοδεύανε την ουράνιά του παρουσία – αφεντάδες με μεγάλη δύναμη όλοι τους˙ μα ιδιαίτερα η τελευταία. Δείγματα ενός λαού που είχε περάσει ξανά και ξανά απ’ τις φρικτές μυλόπετρες του ριζικού του, οπωσδήποτε όχι από κείνες τις μυθικές μυλόπετρες που βγάζανε νέα παλικάρια απ’ το άλεσμα γερόντων, ριγούσαν στις γωνιές, μπαινόβγαιναν απ’ τις πόρτες των σπιτιών, κοιτούσαν απ’ τα παράθυρα, τυλιγμένοι σε λιωμένα πανωφόρια που φτερούγιζαν γύρω τους στο μικρότερο φύσημα του ανέμου. Ο μύλος που τους είχε αλέσει ήταν ο μύλος που βγάζει γερόντια από νέα παλικάρια˙ τα παιδιά είχαν φθαρμένα πρόσωπα και βαριές φωνές˙ και πάνω τους, και πάνω στην όψη των πιο μεγάλων στα χρόνια, και τυπωμένο σε κάθε ρυτίδα κι αυλακιά, υπήρχε το σημάδι, η Πείνα. Την έβλεπες παντού. Ξέφευγε απ’ τα ψηλά σπίτια, με τα κουρελιάρικα ρούχα που κρέμονταν από στυλιάρια και μπουγαδόσκοινα. έμπαινε σε δαύτα με την ψάθα και το ξύλο και το χαρτί˙ την έβλεπες να επαναλαμβάνεται στην παραμικρή ποσότητα καυσόξυλων που πελεκούσαν οι άντρες για τα σπίτια τους˙ σε καθήλωνε επιτηρώντας την πόλη απ’ τις άκαπνες καμινάδες, και τριγυρνώντας την, χωμένη στο βρώμικο δρόμο που δε διέθετε μπουκιά από φαγώσιμο πράγμα στα σκουπίδια του. πείνα γράφανε επάνω τα ράφια του φούρναρη, το κάθε μικρό καρβέλι του μπαγιάτικου του ψωμιού˙ πείνα γράφανε και τα λουκάνικα του χασάπη, τα καμωμένα από κρέας ψόφιων σκυλιών. Η ίδια Πείνα που τα κόκαλά της έτριζαν στη σχάρα με τα ψημένα κάστανα κι αναλυόταν σε μικρά, παράμικρα κομμάτια σε κάθε φλίδα πατάτας τηγανισμένης με κάποιες μίζερα ριγμένες στο τηγάνι σταγόνες λάδι.
Την απαντούσες σ’ όλα όσα ήταν καμωμένα θαρρείς επίτηδες για να της πρέπουνε. Στο μικρό, στριφογυριστό στενοσόκακο, το γεμάτο βρόμα και παρανομία, απ’ όπου ξεκινούσαν άλλα μικρά στριφογυριστά στενοσόκακα, πλημμυρισμένα από ανθρώπους με κουρέλια και σκουφιά του ύπνου, και να μυρίζουνε όλοι κουρέλια και σκουφιά του ύπνου,  και τα πάντα γύρω σου να μοιάζουνε σκοτεινά και κακιασμένα. Στο φοβισμένο ύφος του κόσμου διακρινόταν ακόμη μια τάση φυγής κυνηγημένου ζώου. Και, μολονότι κάτισχνοι κι αποκαρδιωμένοι, δεν έλειπε η φλόγα απ’ τη ματιά τους˙ και συχνά τους έβλεπες με τα χείλη άσπρα απ’ το τόσο που τα έσφιγγαν πάνω στα δόντια τους˙ ενώ τα μέτωπα ήταν αυλακωμένα μ’ έναν τρόπο που θύμιζε την τριχιά της κρεμάλας που φοβόνταν μην έβρισκε τους ίδιους ή που σκέφτονταν ότι θα περνούσαν γύρω απ’ το λαιμό κάποιου άλλου. […] Στο μήκος των δρόμων, σ’ αραιά διαστήματα, ήταν κρεμασμένες κακότεχνες λάμπες μ’ ένα σκοινί και μια τροχαλία˙ το βράδυ, που τις κατέβαζε ο φανοκόρος για να τις ανάψει και τις ξανασήκωνε ψηλά, ένα φτωχό δάσος εξασθενημένων φιτιλιών λικνιζόταν αρρωστιάρικα στον ουρανό, σα να ήταν σε καράβι και να τα κουνούσε η θάλασσα. Και πράγματι βρίσκονταν στη θάλασσα και το καράβι και το πλήρωμα κινδύνευαν από μιαν άγρια καταιγίδα.
Γιατί θα ερχόταν η στιγμή όπου τα θλιβερά σκιάχτρα τούτης της περιοχής θα είχαν πια παρακολουθήσει, μες στην απραξία και την πείνα τους, το φανοκόρο τόσο πολύ καιρό, ώστε να τους μπει η ιδέα να καλυτερέψουν τη μέθοδό του κρεμώντας ανθρώπους στις τροχαλίες και τα σκοινιά του, για να σελαγίζουν ανθρώπινα κορμιά τώρα πάν’ από το σκότος της κατάστασής τους. Όμως η στιγμή δεν είχε έρθει ακόμα˙ και οι άνεμοι που διατρέχαν τη Γαλλία του κάκου κάνανε τα κουρέλια των σκιάχτρων να φτερουγίζουν ολόγυρά τους, γιατί τα πουλιά, τα τόσο όμορφα και μελωδικά στο κελάηδημά τους, ούτε έδιναν καμιά σημασία.»

Charles Dickens, Ιστορία Δύο Πόλεων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου